τακούνιασμα

τακούνιασμα
το, Ν
η τοποθέτηση τακουνιών στα παπούτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι, μέσω ενός ρ. *τακουνιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τακούνιασμα — το η τοποθέτηση τακουνιών στα παπούτσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”